- σύφιλις
- -ίλιδος, η, Νβλ. σύφιλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συφιλίς — ίδος, η, Ν βλ. σύφιλη … Dictionary of Greek
σύφιλη — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο·… … Dictionary of Greek
συφιλιδογραφία — η, Ν περιγραφή τής σύφιλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilography < syphilis (πρβλ. σύφιλις, ίλιδος) + graphy (< γραφία*)] … Dictionary of Greek
συφιλιδοκομείο — το, Ν νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται αυτοί που πάσχουν από σύφιλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλις, ίλιδος + κομείο ( κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομείο, φρενο κομείο] … Dictionary of Greek
συφιλιδολογία — η, Ν κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με την παθολογία, τη διάγνωση και τη θεραπεία τής σύφιλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilology < syphilis (πρβλ. σύφιλις, ίλιδος) + logy (< λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1892… … Dictionary of Greek
συφιλιδολόγος — ο, η, Ν ιατρός που ασχολείται με τη διάγνωση και τη θεραπεία ειδικά τής σύφιλης αλλά και, γενικά, τών αφροδίσιων νοσημάτων, αλλ. αφροδισιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilologist < syphilis (πρβλ. σύφιλις, ίλιδος) +… … Dictionary of Greek
συφιλοειδής — και συφίλιδοειδής, ές, Ν 1. αυτός που έχει τη μορφή σύφιλης 2. το ουδ. ως ουσ. το συφιλοειδές (κτην.) ωοειδές έλκος στη γάτα, το οποίο προεξέχει ελαφρά και είναι περιγεγραμμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphiloid < syphilis… … Dictionary of Greek
συφιλομανής — και συφιλιδομανής, ές, Ν αυτός που πάσχει από συφιλομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη / σύφιλις, ίλιδος + μανής (< μαίνομαι*), πρβλ. ναρκομανής] … Dictionary of Greek
Φριλίγγος, Κώστας — (1882 – 1950). Λογοτέχνης και γιατρός από τη Σμύρνη. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μετεκπαίδευση στο Παρίσι και στο Βερολίνο.… … Dictionary of Greek